μονόπαντα

μονόπαντα
επίρρ. с одной только стороны; на одну сторону, на один бок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μονόπαντα" в других словарях:

  • μονόπαντα — και μονόμπαντα επίρρ., από μια μόνο πλευρά, μονόπλευρα: Αποφασίζει για όλα εξετάζοντάς τα μονόπαντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») …   Dictionary of Greek

  • μονόπαντος — και μονόμπαντος, η, ο αυτός που γέρνει από τη μία πλευρά, μονόπλευρος. επίρρ... μονόπαντα και μονόμπαντα από τη μία μόνο πλευρά, γέρνοντας προς το ένα πλευρό, μονόπλευρα.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + (μ)πάντα «πλευρά, στρατιωτική μουσική»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»